διώβολο

διώβολο
Αρχαίο νόμισμα δύο οβολών, ισοδύναμο με το 1/3 της δραχμής (1 δραχμή = 6 οβολοί). Ήταν ασημένιο και είχε βάρος 1,45 γρ. Στην Αθήνα το νόμισμα απεικόνιζε το κεφάλι της Αθηνάς, στραμμένο προς τα δεξιά στη μία του όψη, και δύο κουκουβάγιες στην άλλη, που αργότερα αντικαταστάθηκαν από μία δισώματη. Είναι πιθανόν ότι μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε δεν έκοβαν πια ασημένια νομίσματα, εκδίδονταν δ. από χαλκό. Ανάμεσα στα χάλκινα νομίσματα είχαν εκδοθεί και ορισμένα με το κεφάλι του Δία στη μία όψη, μεταξύ των οποίων πιθανόν να υπήρχαν και δ. Στην Τροιζήνα τα δ. απεικόνιζαν δύο τρίαινες και στην Ερέτρια δύο τσαμπιά σταφύλι, ενώ στην Κόρινθο είχαν τα αρχικά γράμματα ΔΙΟΔΙΩ. Υπάρχει επίσης δ. του Σεραπείου του Μέμφη με την επιγραφή οβελοί β’. Στην Αττική το εκκλησιαστικό δ. δινόταν ως ημερήσια αποζημίωση στους παρευρισκόμενους στην Εκκλησία του Δήμου.
* * *
το (Α διώβολον)
νεοελλ.
1. παλιότερο χάλκινο νόμισμα αξίας δέκα λεπτών, δεκάρα
2. (στα Επτάνησα) παλιότερα το αγγλικό νόμισμα πένα, αξίας δύο λεπτών
αρχ.
δύο οβολοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”